πεντάκλωστος

πεντάκλωστος
πεντάκλωστος, -η, -ο και πεντάκλωνος, -η, -ο
αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές: Πεντάκλωνο νήμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντάκλωστος — και πεντάκλωνος, η, ο (για νήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κλωστή / κλώνος. Ο τ. πεντάκλωνος μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”